Γεωγραφική Θέση

Geolocation of Komotini

Ο Δήμος Κομοτηνής εντοπίζεται στο νομό Ροδόπης της Θράκης. Έχει έκταση 644,934 τ.χλμ. και συνορεύει βόρεια με τη Βουλγαρία, ανατολικά με τους δήμους Αρριανών και Μαρωνείας – Σαπών, νότια με το Θρακικό Πέλαγος και δυτικά με το δήμο Ιάσμου.
 

Ο νέος Δήμος Κομοτηνής, όπως αυτός διαμορφώθηκε με τον Ν.3852/2010, περιλαμβάνει τον παλαιό δήμο Κομοτηνής, το Δήμο Αιγείρου και το Δήμο Νέου Σιδηροχωρίου και αποτελεί από τρεις δημοτικές ενότητες, οι οποίες και αντιστοιχούν στους παλαιούς δήμους που προαναφέρθηκαν (Καποδίστριακοί δήμοι).

Η έδρα του Δήμου είναι η πόλη της Κομοτηνής, πόλη επίπεδη, χτισμένη μέσα στο Θρακικό κάμπο και στους πρόποδες της οροσειράς της Ροδόπης, σε υψόμετρο 31-55 μ., 30 περίπου χλμ. οδικώς από τη θάλασσα. 

Σύντομη Ιστορική Ανασκόπηση

Αρχαιότητα και Ρωμαίοι

Τα τεκμήρια για την ύπαρξη αρχαίου πολιτισμού στη θέση της σημερινής πόλης της Κομοτηνής, οδηγούν στα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Αρχαιολογικά ευρήματα του 2ου αιώνα μ.Χ επιβεβαιώνουν την ύπαρξη οικισμού όπως επίσης, και από επιγραφή στο σωζόμενο και διακριτό σε διάφορα σημεία της πόλης, παλαιό τείχος του 4ου αιώνα μ.Χ. που αναγράφει "Θεοδοσίου κτίσμα" ενώ εικάζεται πως το πόλισμα Κομοτηνή ανάγεται στον 5ο αιώνα π.Χ. και συνδέεται με την ομώνυμη κόρη του Μαρωνίτη ζωγράφου Παρρασίου. Στη Ρωμαϊκή εποχή η Κομοτηνή αποτέλεσε ένα από τα πολλά φρούρια κατά μήκος της Εγνατίας οδού και παράλληλα αποτελούσε κόμβο της Εγνατίας προς τη βόρεια κατεύθυνση, που μέσα από το πέρασμα της Νυμφαίας οδηγεί στην κοιλάδα του Άρδα, τη Φιλιππούπολη και τη βυζαντινή Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγόρα)

Βυζαντινή περίοδος

Κατά την περίοδο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) η Κομοτηνή ανήκε στο Θέμα Μακεδονίας, ενώ από τον 9ο αιώνα υπάγεται στο νεοϊδρυθέν Θέμα Βολερού. Υπήρξε έως τότε, ασήμαντο φρούριο, που το 1207 ύστερα από την επιδρομή του τσάρου της Βουλγαρίας Ιβάν Α΄, αποτέλεσε καταφύγιο προσφύγων από τα γύρω φρούρια που καταστράφηκαν. Την περίοδο εκείνη πληθώρα κατοίκων της Μοσυνόπολης (πρώην Μαξιμιανούπολη) κατέφυγαν στην Κομοτηνή, με τον πληθυσμό από τότε να αυξάνεται, και την εξέλιξη της Κομοτηνής σε σημαντική πόλη για την περιοχή. Το 1331 ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός την αναφέρει ως Κουμουτζηνά πόλισμα ενώ το 1341 ο ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς την αναφέρει με το σημερινό της όνομα, ως Κομοτηνή. Το 1343, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού και Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου, η Κομοτηνή μαζί με τα γειτονικά φρούρια Ασωμάτου, Παραδημής, Κρανοβουνίου και Στυλαρίου, προσχωρούν στην παράταξη Καντακουζηνού. Στην Κομοτηνή κατέφυγε ο Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός το 1344 για να διασωθεί μετά από μάχη με τα στρατεύματα του Ομούρ και του Βούλγαρου συμμάχου του, Μομιτζίλου κοντά στην κατεστραμμένη ήδη Μοσυνόπολη.

Οθωμανική περίοδος

Στα 1363, κατά την πιθανότερη σήμερα εκδοχή,  την πόλη της Κομοτηνής κατακτά ο εξισλαμισμένος Έλληνας άρχοντας Γαζή Εβρενός Μπέη και ξεκινάει η περίοδος της Τουρκοκρατίας. Η πόλη αποτέλεσε την πρώτη έδρα του Γαζή Εβρενός και έγινε διάσημη για το ομώνυμο τέμενος με το Ιμαρέτ (Πτωχοκομείο) (1370-1380). Το μνημείο αυτό θεωρείται από τα αρχαιότερα δείγματα οθωμανικής αρχιτεκτονικής στη Θράκη (αποτελείται από τρεις χώρους που διαμορφώνουν στην κάτοψη το σχήμα Τ - τύπου ζαβιγέ) και είναι κτισμένο με τη βυζαντινή τεχνική και σήμερα ανήκει στην μητρόπολη και λειτουργεί ως Εκκλησιαστικό Μουσείο της Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής. 

Με την Οθωμανική κατάκτηση η Κομοτηνή υπάγεται πλέον στο βιλαέτι Αδριανουπόλεως και είναι έδρα του ομώνυμου καζά. Μετά την τουρκική κατοχή, η πόλη επεκτείνεται και έξω από τα τείχη. Η Κομοτηνή διατηρεί την ελληνική φυσιογνωμία της έως το τέλος του 16ου αιώνα. Ο Γάλλος περιηγητής Pierre Belon αναφέρει το 1548, ότι η πόλη κατοικείται από Έλληνες και λίγους Τούρκους. Θα απαιτηθούν μαζικές μετακινήσεις Γιουρούκων από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και ο εξισλαμισμός των Πομάκων, ώστε να ενισχυθεί ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης. Στην πόλη αναφέρεται και Εβραϊκή κοινότητα. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, στην περιοχή δρουν πολλές ένοπλες ομάδες Ελλήνων αρματολών, οι οποίες υποχρεώνουν τον Αχμέτ Γ΄ να διατάξει τη διάλυσή τους, χωρίς ικανοποιητικά αποτελέσματα. Κατά την Επανάσταση του 1821, σπουδαία ήταν η προσφορά των Κομοτηναίων με κυριότερους αγωνιστές, τον Ιωαννίκιο (μετέπειτα μητροπολίτη), τον Αγγελή Κίρζαλη και το λοχαγό Σταύρο Κομπένο, μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Τις επόμενες δεκαετίες η Κομοτηνή αναπτύσσεται οικονομικά λόγω της επεξεργασίας και του εμπορίου καπνού και οι Έλληνες, ευνοούμενοι από τα μέτρα υπέρ της ανεξιθρησκίας ελέγχουν πλήρως την οικονομική δραστηριότητα της πόλης. Εκείνη την περίοδο χτίστηκαν πολλά από τα αρχοντικά που κοσμούν σήμερα τους δρόμους της Κομοτηνής. Μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878, νέο κύμα μουσουλμάνων προσφύγων συρρέουν στην Κομοτηνή. Το 1880 στην πόλη λειτουργούσαν Παρθεναγωγείο και Αστική Σχολή Αρρένων, το λεγόμενο "Σχολαρχείο". Το 1885 ιδρύεται ο πολιτιστικός σύλλογος "Ομόνοια" με έντονη δραστηριότητα στην πνευματική ζωή της πόλης, διοργανώνοντας θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες ενώ την ίδια εποχή πολυποίκιλη δραστηριότητα ασκεί και η Αδελφότης Κυριών. Η πόλη ανέδειξε τη συγκεκριμένη περίοδο ευεργέτες, όπως ο Νέστωρ Τσανακλής, που με δωρεά του ανεγέρθηκε η Τσανάκλειος Σχολή, ο Δημήτριος Σίντος κ.α. οι οποίοι φροντίζουν με τις δωρεές τους, για την εύρυθμη λειτουργία των σχολείων. Οι φιλομαθέστεροι μαθητές συνέχιζαν τις σπουδές τους στα εκπαιδευτήρια της Αδριανούπολης και στην συνέχεια στα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Ενδεικτικό της πνευματικής κίνησης, είναι το γεγονός ότι από την Κομοτηνή καταγόταν μια από τις πρώτες γυναίκες γιατρούς της Θράκης η Βικτωρία Μαργαριτοπούλου. Την κατάσταση καταγράφει ο διεθνής εμπορικός οδηγός Annaire de commerce Didot-Rottin του 1912, σύμφωνα με τον οποίο στην Κομοτηνή υπάρχουν 33 Έλληνες επιστήμονες, τραπεζίτες και έμποροι, 6 Αρμένιοι, 4 Ιουδαίοι, 3 Οθωμανοί και κανείς Βούλγαρος.

Απελευθέρωση

Μετά την πολύχρονη τουρκική κατοχή, τον Οκτώβριο του 1912 η ευρύτερη περιοχή περνάει στην κατοχή των Βουλγάρων κατά τον Ά Βαλκανικό Πόλεμο. Στο Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στις 14 Ιουλίου του 1913 η πόλη της Κομοτηνής απελευθερώνεται από τον ελληνικό στρατό, αλλά στις 10 Αυγούστου του ίδιου έτους με τη συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) παραχωρείται στη Βουλγαρία. Οι Βούλγαροι σχεδόν αμέσως εξαπολύουν διωγμούς κατά Ελλήνων, Πομάκων και Τούρκων. Στις 31 Αυγούστου του ίδιου χρόνου το κίνημα των Πομάκων με τη συνδρομή των ντόπιων Τούρκων και την υποστήριξη των Ελλήνων, εγκαθιδρύει τη βραχύβια Δημοκρατία Δυτικής Θράκης με έδρα την πόλη της Κομοτηνής. Το ανεξάρτητο αυτό κρατίδιο καταλύεται μετά από δύο μήνες στις 25 Οκτωβρίου του 1913 και η πόλη περνά πάλι στη Βουλγαρία. Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1919, η Κομοτηνή καταλαμβάνεται από τα Γαλλικά στρατεύματα και επιβάλλεται το περίεργο καθεστώς της Διασυμμαχικής Θράκης, με έδρα του ανεξάρτητου κρατιδίου την Κομοτηνή και διοικητή τον Γάλλο στρατηγό Σαρπύ. Την 14η Μαΐου 1920 επετεύχθη η διπλωματική νίκη του τότε πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθερίου Βενιζέλου και του στενού συνεργάτη του Χαρίσιου Βαμβακά και η Κομοτηνή απελευθερώθηκε επισήμως, και ενώθηκε με την Ελλάδα.

Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της περιοχής της Κομοτηνής εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία στην Συνθήκη της Λωζάνης το 1923. Μετά το 1922 προσέφυγαν στην πόλη αρκετοί πρόσφυγες από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία.

Θέση και Ρόλος του Δήμου στο Νομό και την Περιφέρεια

Ο Δήμος Κομοτηνής κατέχει νευραλγική θέση τόσο στον εθνικό γεωγραφικό χώρο όσο και κομβική θέση στο ελληνικό γεωπολιτικό χώρο και τις αναπτυξιακές πολιτικές και άξονες που διαμορφώνονται. Αναπτύσσεται  σε νευραλγική θέση επί του γραμμικού άξονα των αστικών κέντρων της Αν. Μακεδονίας και Θράκης (Καβάλα, Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη) και είναι κόμβος των στρατηγικών λειτουργικών αξόνων - διευρωπαϊκών δικτύων - της Εγνατίας και της καθέτου αρτηρίας προς Βουλγαρία και τη Βαλκανική ενδοχώρα. Ακόμη βρίσκεται σε σχετικά μικρή απόσταση από τα σύνορα της χώρας με την Τουρκία.

Το αστικό κέντρο της Κομοτηνής, εκτός από έδρα του Δήμου, αποτελεί και την  πρωτεύουσα του νομού Ροδόπης, ενός νομού, με συνοριακό σύστημα εθνικού και διεθνούς χαρακτήρα, και έδρα της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, στην οποία διοικητικά ανήκει.

Η Κομοτηνή αποτελεί κρίσιμο παράγοντα της πολιτισμικής και αναπτυξιακής δυναμικής του ευαίσθητου χώρου της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και η βιωσιμότητα της πόλης, αλλά και των υπόλοιπων μικρότερων οικισμών, επηρεάζει άμεσα το μέλλον όλης της περιφέρειας. Μιας περιφέρειας και ενός Νομού οι οποίοι μειονεκτούν σε επίπεδα ανάπτυξης. και καταγράφονται ως μια περιοχή από τις φτωχότερες της Ε.Ε., με τους δείκτες ευημερίας και υποδομής να υπολείπονται σημαντικά όχι μόνο των ευρωπαϊκών αλλά και του μέσου όρου της χώρας (ο νομός Ροδόπης κατά την κατάταξη του ΚΕΠΕ: αξιολογείται με δείκτη 30, έναντι 220 της Αθήνας και μέσο της χώρας 100, ενώ με βάση το δηλωθέν εισόδημα κατά κεφαλήν -1991- και με βάση τη χώρα -100-, ο νομός Ροδόπης βρίσκεται στην 46η θέση).

Ωστόσο οι προοπτικές ανάπτυξης του Δήμου Κομοτηνής είναι σημαντικές καθώς συγκεντρώνει μια σειρά πόρων αστικής ανάπτυξης (διοικητικό, εμπορικό, μεταποιητικό, πολιτιστικό κέντρο, έδρα Πανεπιστημίου) και περιβάλλοντος (ορεινός όγκος, δάση, υγροβιότοποι, ακτές) ενώ ταυτόχρονα, η γεωοικονομική θέση του νομού, σε συνάρτηση με την αναπτυξιακή ανασυγκρότηση για την οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική και πολιτισμική συνοχή στο εσωτερικό του νομού αποτελούν προϋποθέσεις, που εφόσον αξιοποιηθούν, μπορούν να συμβάλλουν στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη του Δήμου και γενικότερα του Νομού.

Περιβάλλον και ποιότητα ζωής

Μορφολογία - Εδαφικοί πόροι

Η περιοχή του Δήμου Κομοτηνής έχει συνολική έκταση 644,934 τ.χλμ. και μορφολογικά κατανέμεται σε 50% πεδινό έδαφος, 20% ημιορεινό και 30% ορεινό. Το πεδινό τμήμα, με μηδενικές σχεδόν κλίσεις, εντοπίζεται στο κεντρικό και νότιο κομμάτι του δήμου και περιλαμβάνει την πεδιάδα της Κομοτηνής και φυσικούς βοσκότοπους, οι ημιορεινές περιοχές εκτείνονται προς βορρά, σχεδόν παράλληλα με ρα πεδινά τμήματα και μέχρι τις κλιτείς της οροσειράς της Ροδόπης ενώ το ορεινό αφορά στο βόρειο τμήμα και περιλαμβάνει τον ορεινό όγκο Ανατολικής Ροδόπης, ο οποίος αποτελεί το φυσικό και διοικητικό ελληνο-βουλγαρικό σύνορο.

Ο Δήμος διαθέτει παραθαλάσσιο μέτωπο στο νότιο τμήμα του, με μήκος περίπου 25χλμ και την ακτογραμμή να ξεκινά δυτικά, στα όρια του Δήμου Κομοτηνής με τον Δήμο Αβδήρων και να εκτείνεται έως τα διοικητικά όρια του Δήμου Μαρωνείας-Σαπών, Το συνεχές ανάπτυγμα των ακτών διακόπτεται σε ορισμένα σημεία από στόμια εισόδου της θάλασσάς στο δυτικό παραλιακό μέτωπο κοντά στην παρακείμενη λίμνη Βιστωνίδα. Οι απολήξεις του χερσαίου χώρου στη θάλασσα είναι γενικά ομαλές.

Γεωλογικά στοιχεία

Ο Δήμος Κομοτηνής ανήκει στην ευρύτερη γεωτεκτονική μονάδα γνωστή ως «Μάζα Ροδόπης, με χαρακτηριστικά ηπειρωτικού φλοιού πιθανόν της παλιά ευρασιατικής πλάκας. Το γεωλογικό υπόβαθρο αποτελείται από τα μεταμορφωμένα κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα της Ροδοπικής μάζας που καταλαμβάνουν καθολική σχεδόν εξάπλωση προς βορρά και αποτελούνται από γνευσιοσχιστόλιθους (αδιαπέραστοι σχηματισμοί). Στις υπώρειες της ορεινής ζώνης, βόρεια της πόλης της Κομοτηνής, καθώς και στην νότια περιοχή των λιμνοθαλασσών επικρατούν εδάφη από πυριτικές τριτογενείς αποθέσεις, όξινα με πηλώδη υφή ενώ στο κεντρικό και υπόλοιπο τμήμα του Δήμου επικρατούν αλλουβιακά γεωργικά εδάφη δηλαδή ιζήματα. Ειδικότερα, το αστικό κέντρο και πρωτεύουσα του Δήμου, η Κομοτηνή, είναι κτισμένη σε ένα βύθισμα της πεδιάδας με υψόμετρο 28 έως 35 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας και είναι καθ’ ολοκληρίαν επάνω σε αλλουβιακά εδάφη.

Η περιοχή χαρακτηρίζεται ως σταθερή και ασεισμική και  εντάσσεται στη  ζώνη ΙΙ του Νέου Αντισεισμικού Κανονισμού (ΝΕΑΚ) που αναφέρεται σε περιοχή με μέτρια σεισμική επικινδυνότητα.

Κλιματολογικά στοιχεία

Σε γενικές γραμμές το κλίμα χαρακτηρίζεται ως μεσογειακό, με ήπιους χειμώνες και ξηρό, θερμό καλοκαίρι, με διακριτή ξηρά περίοδο κατά το καλοκαίρι και παρουσία βροχοπτώσεων κατά το χειμώνα, κατά τον οποίο ο πλέον βροχερός μήνας έχει τουλάχιστον τριπλάσια βροχόπτωση του ξηρότερου μήνα. Στην πεδινή και παραθαλάσσια ζώνη μπορεί να χαρακτηριστεί ύφυγρο και προχωρώντας προς το βόρειο ορεινό τμήμα μετατρέπεται σε ηπειρωτικό. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι  15οC, ψυχρότερος μήνας είναι ο Ιανουάριος με μέση θερμοκρασία 1,4οC ενώ θερμότερος μήνας είναι ο Αύγουστος με μέση μέγιστη θερμοκρασία 30,5ο

Φυσικό περιβάλλον

Το πλούσιο φυσικό περιβάλλον του Δήμου Κομοτηνής αποτελείται από περιοχές με μεγάλη βιοποικιλότητα και μεγάλο αριθμό σπάνιων ειδών και βιοτόπων, εκ των οποίων μεγάλος αριθμός προστατεύεται από τη διεθνή συμφωνία RAMSAR και τα Κοινοτικά προγράμματα CORINE και NATURA 2000. Ακόμη, ο ορεινός όγκος της ανατολικής Ροδόπης, σημαντικό τμήμα του οποίου εντοπίζεται χωρικά εντός του  Δήμου, φιλοξενεί πληθώρα δασικών συμπλεγμάτων ενώ καταγράφεται και μεγάλος αριθμός Καταφυγίων άγριας ζωής, όπως αυτά έχουν θεσμοθετηθεί βάσει των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας (Ν. 177/75, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Ν. 2637/98) και οριοθετηθεί με τα στοιχεία των Δασικών Υπηρεσιών (βλ. παράρτημα, Χάρτες 2,3).

Πιο ειδικά, εντός της περιοχής του Δήμου καταγράφηκαν συνολικά 6 βιότοποι οι οποίοι προστατεύονται από το κοινοτικό πρόγραμμα CORINE, το οποίο άρχισε να εκπονείται το 1985 στα πλαίσια της Ε.Ο.Κ. με στόχο την οργάνωση των πληροφοριών για την κατάσταση του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων. Αρχική ιδέα ήταν η δημιουργία ενός οικολογικού χάρτη της Κοινότητας, ο οποίος διαμορφώθηκε στην πορεία σε ένα πληροφοριακό σύστημα για το περιβάλλον. 

Υποδομές εξυπηρέτησης δικτύων

Ύδρευση 

Από το σύνολο των Δημοτικών Εντήτων του Δήμου, όλοι διαθέτουν πλήρες δίκτυο ύδρευσης. Ο Δήμος διαθέτει ένα αρκετά μεγάλο δίκτυο διανομής νερού, με το συνολικό μήκος του δικτύου ύδρευσης να φτάνει τα 300 χιλιόμετρα Η μέση ετήσια κατανάλωση νερού ύδρευσης στο Δήμο ανέρχεται σε 5200000 κυβικά μέτρα(μ3) και ο αριθμός των υδρομέτρων στο σύνολο του Δήμου φτάνει τα 42190.

Άρδευση 

Εντός του Δήμου Κομοτηνής δεν υφίσταται αυτή τη στιγμή οργανωμένο δίκτυο άρδευσης, δεδομένου ότι οι περισσότερες καλλιέργειες (ετήσιες, αρόσιμες, κ.α.) αρδεύονται με γεωτρήσεις. Η παρατεταμένη μείωση των κατακρημνισμάτων των τελευταίων ετών έχει ωστόσο δημιουργήσει προβλήματα στις καλλιέργειες, κυρίως στο αγροτικό κομμάτι του Δήμου (Δ.Ε. Αιγείρου και Ν.Σιδηροχωρίου).

Αποχέτευση

Γενικά, ένα σύστημα αποχέτευσης περιλαμβάνει συλλογή, μεταφορά, καθαρισμό και διάθεση πάσης φύσεως αστικών και βιομηχανικών αποβλήτων καθώς και των ομβρίων υδάτων. Η συλλογή μπορεί να γίνει είτε με χωριστό δίκτυο για τα απόβλητα και τα όμβρια είτε με κοινό - μικτό (παντοροϊκό) σύστημα. Στο Δήμο Κομοτηνής, αποκλειστικά στη δημοτική ενότητα Κομοτηνής, χρησιμοποιείται χωριστό δίκτυο για τα απόβλητα και τα όμβρια με το δίκτυο αποχέτευσης του Δήμου να φτάνει τα 178 χιλιόμετρα, και το δίκτυο ομβρίων τα 120χλμ. Στις υπόλοιπες δημοτικές ενότητες η εξυπηρέτηση της αποχέτευσης γίνεται αποκλειστικά από σηπτικούς βόθρους ενώ η διάθεση των ομβρίων δεν είναι οργανωμένη σε δίκτυο.

Διαχείριση Απορριμμάτων

Το ζήτημα της αποκομιδής και της διαχείρισης των απορριμμάτων είναι από τη φύση του δύσκολο στο χειρισμό και πολλές φορές δυσεπίλυτο. Οι σύγχρονες πρακτικές που εφαρμόζονται διεθνώς στην αποκομιδή και διαχείριση των απορριμμάτων είναι οι χωματερές και οι Χώροι Υγειονομικής Ταφής (ΧΥΤΑ), η καύση και η θερμική αποσύνθεση. Ο Δήμος Κομοτηνής, διαθέτει ΧΥΤΑ, οποίος δεν εξυπηρετεί μόνο τις ανάγκες διάθεσης των απορριμμάτων του Δήμου, μα δέχεται τα απορρίμματα σχεδόν του συνόλου του Νομού Ροδόπης.

Ο ΧΥΤΑ Κομοτηνής, βρίσκεται στη θέση Σιδεράδες σε απόσταση 15 χλμ. από την πόλη της Κομοτηνής. Έχει συνολική χωρητικότητα 60.000μ3, διαθέτει μονωτική μεμβράνη και σύστημα συλλογής και επεξεργασίας στραγγισμάτων. Ο εκτιμώμενος όγκος των απορριμμάτων του Δήμου ανέρχεται σε 85 τόνους την ημέρα, η συλλογή των οποίων γίνεται με 4000 συμβατικούς κάδους και η μεταφορά τους εκτελείται από τα 12 δημοτικά απορριμματοφόρα. Το συνολικό μήκος του δικτύου καθαριότητας του Δήμου φτάνει τα 700 χλμ.

Στην Δ.Ε. Κομοτηνής εφαρμόζεται συστηματικό πρόγραμμα ανακύκλωσης υλικών, ανακυκλώνοντας ξύλο, χαρτί, σύρμα και πλαστικό. Η συλλογή των υλικών πραγματοποιείται στους 730 διαθέσιμους κάδους αποκλειστικής χρήσης ανακύκλωσης και η μεταφορά τους από 2 απορριμματοφόρα ανακύκλωσης. Για την αναλυτική καταγραφή των δεδομένων βλ. παράρτημα, έντυπο02.